Ο Ανδρέας Καραμανώλης, φερέλπις επιστήμων και απέλπις μοναχογιός, εγκαταλείπει μητέρα στο νοσοκομείο και μνηστή στα κρύα του λουτρού, και παίρνει από πίσω τον πρώτο άνθρωπο που (νομίζει ότι) τον κοίταξε με πραγματικό - ανθρώπινο, αλλά και ερωτικό - ενδιαφέρον: τη νεαρή τραγουδίστρια Κάτια.
Η Κάτια, χωρίς να το επιδιώκει, αλλά και χωρίς να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει, δεν πυροδοτεί απλώς την πρώτη επανάσταση του Ανδρέα, αλλά και τον παρασέρνει στον κόσμο της: ένα απομονωμένο αγρόκτημα, έναν εντελώς αποδιοργανωμένο μικρόκοσμο, στα πρόθυρα κάθε είδος χρεοκοπίας, που επιζεί μόνο και μόνο ελέω κάποιας ανεξήγητης αδράνειας. . .
Σ' αυτό το εντελώς "παράλογο" περιβάλλον όπου βυθίζεται ο Ανδρέας, πιστεύοντας ότι θα ζήσει ένα απ' τα όνειρά του, ο πατέρας της Κάτιας (ένας πραγματικός πολυτεχνίτης - ερημοσπίτης, που προσπαθεί να πλουτίσει όσο πιο πολύ κι όσο πιο γρήγορα γίνεται), η μητέρα της (που βλέπει την περιουσία της, μα και τη ζωή της, να εξανεμίζεται από τα πειράματα του άντρα της), η γιαγιά της (που εξακοντίζει δυσοίωνα δυσερμήνετους χρησμούς), ένας δικηγόρος, ένας ψυχίατρος κι ένας τοκογλύφος (με πονόδοντο και δύο ηλίθιους μπράβους) μετατρέπουν το όνειρο του Ανδρέα σε εφιάλτη.
|